τάραξιν

τάραξιν
τάραξις
confusion
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τάραξη — η / τάραξις, εως, ΝΜΑ [ταράσσω] σύγχυση, ψυχική ταραχή, αναστάτωση («ποιεῑν τινα δοκεῑ ζέσιν ἐν ἀρχῇ καὶ τάραξιν ὁ ἔρως», Πλούτ.) αρχ. 1. ιατρ. εντερική διαταραχή 2. (σχετικά με τα μάτια) θόλωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”